|
---|
Όχι άλλη υποχώρηση στους αντιμεταρρυθμιστές ή πως η μεταρρύθμιση κινδυνεύει να καταντήσει καθαρή αντιμεταρρύθμιση-Το βρώμικο πολιτικό σχέδιο πίσω από την χειραγώγηση των 1000
H δειλή μεταρρύθμιση κινδυνεύει για τα καλά να μετατραπεί σε αντιμεταρρύθμιση. Αν κάποια δραστήρια αντίσταση των πραγματικών υπερασπιστών της εκπαίδευσης δεν ανακόψει την ολέθρια κατηφόρα του υπουργείου παιδείας κάτω από την καθοδήγηση του πρωθυπουργού, τότε ο νόμος που θα ψηφιστεί θα φέρει την ανώτατη εκπαίδευση πολύ πιο πίσω ακόμα και από το άθλιο σημείο στο οποίο βρισκόμαστε σήμερα. Αν αυτό συμβεί οι υπεύθυνοι δεν θα είναι μόνο οι νέο-ακροδεξιοί που ηγούνται του λεγόμενου «κινήματος παιδείας», αλλά ακόμα περισσότερο αυτοί που εμφανίζονται σαν εκπρόσωποι της μεταρρύθμισης. Αυτό που κάνουν οι τελευταίοι είναι να αρνούνται την ουσία της μεταρρύθμισης που είναι μία: Η αξιολόγηση με αντικειμενικά και διαφανή κριτήρια του εκπαιδευτικού, ερευνητικού και διοικητικού-οικονομικού έργου του προσωπικού των πανεπιστημίων. Όλα τα άλλα σημεία του προσχεδίου νόμου που κατέβασε πριν μισό χρόνο το υπουργείο είτε υποτάσσονταν σε αυτόν τον στόχο (πχ διαφάνεια), είτε ήταν δευτερεύοντα σε σχέση με αυτόν (πχ συγγράμματα, υποτροφίες, χρόνος φοίτησης, κλπ), είτε είχαν μια έμμεση σχέση με αυτόν (άσυλο).
Για το ότι η αντικειμενική αξιολόγηση είναι το κλειδί κάθε προοδευτικής μεταρρύθμισης στην ελληνική εκπαίδευση και μάλιστα σε όλες τις βαθμίδες της δεν αμφισβητείται από κανέναν καλόπιστο άνθρωπο που παρακολουθεί και ζει την προϊούσα παρακμή και αποσύνθεσή της τα τελευταία χρόνια. Όλοι δηλαδή έχουν καταλάβει ότι υπάρχει ένα δημοσιοϋπαλληλικό στρώμα σε όλη την κλίμακα της εκπαίδευσης, που η κοινωνική του ηγεσία βρίσκεται στην ανώτατη εκπαίδευση και το οποίο έχει συγκροτηθεί ταξικά σε μια τεμπέλικη, αρπακτική και διεφθαρμένη γραφειοκρατία. Αυτή ζει και αναπτύσσεται σαν τέτοια χάρη στην ανυπαρξία κάθε εξωτερικής αξιολόγησής της, δηλαδή κάθε αξιολόγησης έξω από τον εαυτό της. Κανείς λοιπόν δεν παραξενεύτηκε που τα συνδικαλιστικά όργανα που είναι στα χέρια αυτής της γραφειοκρατίας, οι φοιτητικές παρατάξεις που στηρίζουν με τη βία αυτή τη γραφειοκρατία και τα πολιτικά κόμματα που καθοδηγούν αυτήν τη γραφειοκρατία και αντλούν εξουσία από αυτήν επιτέθηκαν με λύσσα στο προσχέδιο νόμου.Το αληθινά παράξενο σε όλη αυτήν την υπόθεση είναι το ότι το υπουργείο παιδείας, ενώ είχε μαζί του την πλειοψηφία της κοινής γνώμης και την πλειοψηφία των πανεπιστημιακών, καθυστέρησε για πολλούς μήνες να καταθέσει το νομοσχέδιο και το κυριότερο, ότι όταν το κατέθεσε είχε εγκαταλείψει το μεγαλύτερο τμήμα από τα πιο βασικά σημεία της αξιολόγησης, εκείνα που αφορούσαν ατομικά τα μέλη του εκπαιδευτικού προσωπικού. (άρθρα 20 και 21 του προσχεδίου-Δες σχετικά το άρθρο της Κίνησης στην ιστοσελίδα της με τίτλο «Απαράδεκτες παραχωρήσεις του υπουργείου στο σχέδιο νόμου»). Το μόνο ουσιαστικό σημείο που έμεινε από το προσχέδιο ήταν αυτό της συνολικής αξιολόγησης των ίδιων των εκπαιδευτικών ιδρυμάτων η οποία θα κρίνει την διανομή των κεφαλαίων από το κράτος στα ΑΕΙ σύμφωνα με τα τετραετή συμβόλαια. Αυτή η αξιολόγηση σύμφωνα με το νομοσχέδιο θα γίνει με την ενεργοποίηση του σε ύπνωση νόμου N. 3374 του 2005.
Από την στιγμή της κατάθεσης του νομοσχεδίου ως τα τώρα το αντιμεταρρυθμιστικό μέτωπο έχει συγκεντρώσει την προσπάθειά του στο να φύγει από τη μέση και αυτό το τελευταίο σημείο αξιολόγησης. Εννοείται ότι οι κρυφοί αντιμεταρρυθμιστές δεν ομολογούν ότι θέλουν να φύγει η αξιολόγηση των εκπαιδευτικών μονάδων (τμήμα, σχολή, πανεπιστήμιο). Αντίθετα, εμφανίζονται σαν φανατικοί οπαδοί της. Εκείνο που θέλουν είναι να την καταργήσουν στην πράξη χωρίς να εκτεθούν. Γι αυτό ζητάνε να καταργηθεί κάθε αντικειμενική μορφή αξιολόγησης τους, κάθε δηλαδή αξιολόγηση που γίνεται έξω από τους κόλπους της ίδιας της παρασιτικής εκπαιδευτικής γραφειοκρατίας και να αντικατασταθεί από μια αξιολόγηση που γίνεται από την ίδια.Γι αυτό το λόγο η αξιολόγηση σαν μορφή δεν έχει φύγει από το νομοσχέδιο ούτε καν και σε ότι αφορά την ατομική αξιολόγηση του κάθε εκπαιδευτικού. Αυτό που έχει φύγει είναι η σχετικά αντικειμενική αξιολόγηση των μελών του ΔΕΠ, που σημαίνει η αξιολόγηση από τρίτους. Αυτοί είναι αξιολογητές που δεν τους επιλέγει το κάθε πανεπιστήμιο και δεν αξιολογούν με κριτήρια που επίσης το συγκεκριμένο πανεπιστήμιο και η κυρίαρχη σε αυτό γραφειοκρατία μπορεί να επιλέξει και να ελέγξει. Για παράδειγμα ενώ το προσχέδιο νόμου έλεγε ότι η αξιολόγηση των μελών ΔΕΠ θα γίνεται με βάση τις αυτοδύναμες, δηλαδή τις ατομικές δημοσιεύσεις των τελευταίων και μάλιστα σε διεθνώς αναγνωρισμένα επιστημονικά περιοδικά. Στο νομοσχέδιο έμεινε αυτό που ίσχυε ως τώρα, δηλαδή θα μετράνε και οι συλλογικές δημοσιεύσεις (όπου ο άσχετος κρύβεται πίσω από έναν άλλο που ξέρει) ενώ δεν θα απαιτείται τα επιστημονικά περιοδικά να είναι διεθνώς αναγνωρισμένα. Ακόμα και την απόφαση για το διορισμό κατόπιν εκλογής ή εξέλιξης του εκπαιδευτικού προσωπικού, που ελέγχονταν μέχρι τώρα από τον κεντρικό κρατικό διοικητικό μηχανισμό, θα την παίρνει μόνο του το πανεπιστήμιο (πρύτανης) και το υπουργείο απλά θα επικυρώνει. (Άρθρο 25 του νομοσχεδίου). Από αυτή την άποψη θα έχουμε οπισθοδρόμηση σε σχέση ακόμα και με τη σημερινή κατάσταση. Επίσης εδώ δεν μιλάμε μόνο για την εξουσία της κυρίαρχης γραφειοκρατίας στο επιστημονικό και ερευνητικό έργο, αλλά ακόμα και για την εξουσία της στην οικονομική διαχείριση. Γιατί ενώ σύμφωνα με το προσχέδιο τον οικονομικό διαχειριστή θα τον διόριζε το κράτος, σύμφωνα με το νομοσχέδιο θα τον διορίζει η σύγκλητος. Αυτό θα σημαίνει πισωγύρισμα και σε σχέση με ό,τι ίσχυε σήμερα αφού ως τώρα την οικονομική διαχείριση την κάνανε δύο πρόσωπα (πρύτανης και αντιπρύτανης) που προκύπτανε μέσα και από τους κομματικούς ανταγωνισμούς στο εσωτερικό της γραφειοκρατίας, ενώ τώρα θα διαχειρίζεται τα πάντα ένα μόνο στέλεχος που θα διορίζεται ουσιαστικά από την διακομματική συνεννόηση κορυφής στην οποία καμιά σύγκλητος των 4 κομμάτων δεν θα μπορούσε σήμερα να εναντιωθεί. Αυτό το στέλεχος δεν μπορεί παρά να είναι ένα αρνητικό πρόσωπο, όπως κάθε άλλο που είναι διακομματικής συμφωνίας κορυφής. Επίσης ενώ ως τώρα έλεγχε τις δαπάνες ένα όργανο της κλασσικής διοίκησης όπως είναι το ελεγκτικό συνέδριο τώρα αυτό θα το κάνει ένα όργανο που θα δημιουργηθεί στο μέλλον. Μια τέτοια ανάλογη μορφή εξουσίας θα ζητήσει, όπως θα δούμε παρακάτω, η παρασιτική γραφειοκρατία και για την αξιολόγηση των εκπαιδευτικών μονάδων που βρίσκεται στη βάση της διάταξης για τα τετραετή συμβόλαια (μια λεγόμενη ανεξάρτητη αρχή).
Η αυτοτέλεια, η αυτοαξιολόγηση, η παρασιτική γραφειοκρατία και το νέο παρακράτος
Αυτή όλη η απαίτηση για εγκατάλειψη της ουσιαστικής αξιολόγησης γίνεται με ένα πλάγιο σύνθημα: την «αυτοτέλεια των ΑΕΙ» ενάντια τάχα στην «κρατική κηδεμονία και επέμβαση». Όταν αυτοί λένε αυτοτέλεια εννοούν το να μην μπορεί το κράτος και οποιοσδήποτε άλλος εξωτερικός παράγοντας, ως προς τα πανεπιστήμια, να αξιολογήσει ατομικά και συνολικά το προσωπικό. Αυτού του είδους η «αυτοτέλεια» κάτω από τις σημερινές συνθήκες σημαίνει την απόλυτη κυριαρχία της παρασιτικής εκπαιδευτικής και διοικητικής γραφειοκρατίας πάνω στα ΑΕΙ. Αυτή η κυριαρχία ως τώρα ήταν μόνο σχετική καθώς μετριαζόταν από την κεντρική κρατική επέμβαση και έλεγχο. Η σχετική πανεπιστημιακή αυτοτέλεια θα μπορούσε να είναι προοδευτική μόνο πριν σχηματιστεί μια τέτοια πανίσχυρη παρασιτική γραφειοκρατία και εφ όσον αυτή δεν θα στηριζόταν σε ένα εκτεταμένο και αδυσώπητο δίκτυο βίας και συναλλαγής, που με τη σειρά του στηρίζεται στους τραμπούκικους κομματικούς στρατούς και αναπαράγεται από αυτούς. Λέμε σχετική γιατί πραγματική ακαδημαϊκή αυτοτέλεια, δηλαδή αυτοτέλεια των επιστημόνων και των δασκάλων από κοινωνικές δυνάμεις που είναι έξω από το πανεπιστήμιο ούτε υπήρξε, ούτε θα υπάρξει ποτέ, για τον απλό λόγο ότι αυτοί ζουν υποχρεωτικά από πόρους που έρχονται έξω από τα ιδρύματα στα οποία δουλεύουν. Έτσι σε όλο τον κόσμο αυτοί πληρώνονται είτε από το κυρίως κράτος, είτε από άλλους συλλογικούς μισοκρατικούς κοινωνικούς φορείς (πχ Δήμους), είτε από τις κεφαλαιοκρατικές επιχειρήσεις (σπόνσορες ή αγοραστές εφευρέσεων), είτε από τους φοιτητές τους, είτε από έναν συνδυασμό από όλα αυτά. Ακόμα και στην πιο ελεύθερη μελλοντική κοινωνία των αυτοδιοικούμενων παραγωγών οι δάσκαλοι και οι εφευρέτες θα ζουν από την κοινωνία γενικά, όπως άλλωστε κάθε ανθρώπινο ον εφόσον θα υπάρχει σύγχρονος τεχνικός καταμερισμός της εργασίας, οπότε και παραγωγή προϊόντων που θα προορίζονται για ανταλλαγή. Στην πραγματικότητα η απαίτηση για «αυτοτέλεια» σημαίνει ότι ένα μέρος του πληθυσμού θέλει να ζει από την κοινωνική παραγωγή χωρίς να λογοδοτεί για την ποιότητα και για την ποσότητα του δικού του παραγόμενου προϊόντος. Στην ουσία σημαίνει ότι θέλει να ζει σε βάρος της κοινωνίας σαν εκμεταλλευτής αλλά και δυνάστης της. Αυτός είναι ο λόγος που η «αυτοτέλεια», ιδιαίτερα η οικονομική αυτοτέλεια, είναι το πρώτο άρθρο πίστης της εκπαιδευτικής παρασιτικής γραφειοκρατίας. Αυτή θέλει να πληρώνεται από τον σημερινό εργοδότη της που είναι το κράτος αλλά και να διαχειρίζεται δικά του κεφάλαια χωρίς να λογοδοτεί σε αυτόν. Μια μορφή της «αυτοτέλειας» αυτού του είδους είναι και η αυτό-αξιολόγηση η οποία θα εξασφαλίζει ότι το προϊόν της δουλειάς της παρασιτικής εκπαιδευτικής γραφειοκρατίας θα έχει την ποσότητα και την ποιότητα που η ίδια θα δηλώνει ότι έχει και βάσει αυτής θα εισπράττει και θα διαχειρίζεται αμοιβές αλλά και κεφάλαια από το κράτος. Ο λόγος για τον οποίο αυτή η γραφειοκρατία απεχθάνεται την αγορά είναι ότι αυτή αποτελεί στις καπιταλιστικές συνθήκες έναν από τους πιο αλάνθαστους μηχανισμούς αξιολόγησης των προϊόντων της ανθρώπινης παραγωγικής δραστηριότητας.
Στην πραγματικότητα επειδή ποτέ στην ιστορία δεν υπήρξε μια κρατική γραφειοκρατία ανεξάρτητη από την κυρίαρχη τάξη, το αίτημα για «αυτοτέλεια» της ελληνικής παρασιτικής κρατικής γραφειοκρατίας θα ήταν εκτός από αντιδραστικό και καθαρά ουτοπικό. Όμως η σημερινή ελληνική παρασιτική γραφειοκρατία δεν πάσχει από έλλειψη ρεαλισμού. Ξέρει από την άμεση κοινωνική και πολιτική εμπειρία της ότι είναι δεμένη με πανίσχυρά τμήματα της πολιτικής εξουσίας αν και τα «χαμηλότερα» στελέχη της δεν βλέπουν πάντα ότι αυτά τα τμήματα αντιστοιχούν σε αντίστοιχα τμήματα της μεγαλοαστικής τάξης. Αυτά τα τμήματα έχουν στην πραγματικότητα τόσο τεράστια ισχύ ώστε να συγκροτούν ένα κράτος μέσα στο επίσημο κράτος ή δίπλα σε αυτό, δηλαδή ένα παρακράτος. Ονομάζουμε επίσημο κράτος τη σχετικά ουδέτερη ως προς τις πολλές διαφορετικές μερίδες της άρχουσας τάξης παλιά κρατική διοικητική μηχανή την οποία διαχειρίζεται πολιτικά η κάθε εκλεγμένη αστική κυβέρνηση. Αντίθετα το παρακράτος είναι ένας μηχανισμός εξουσίας που χτίζει μέσα στο επίσημο κράτος και δίπλα στο επίσημο κράτος το πιο ισχυρό και το πιο γρήγορα ανερχόμενο τμήμα της μεγαλοαστικής τάξης μιας χώρας και του αντίστοιχου σε αυτήν ιμπεριαλισμού. Παρακράτος χτίζουν μόνο δυνάμεις που θέλουν απόλυτη, μονοπωλιακού, φασιστικού τύπου κυριαρχία στο σύνολο όχι μόνο του λαού, αλλά και της αστικής τάξης. Μόνο λοιπόν επειδή αποτελεί τμήμα αυτού του παρακράτους και μόνο επειδή έχει την στήριξη ισχυρών κομματικών μηχανισμών έξω από την ίδια, η παρασιτική γραφειοκρατία κυριαρχεί στα πανεπιστήμια. Μόνο εξ αιτίας αυτών των στενών ταξικών δεσμών της η πανεπιστημιακή γραφειοκρατία έχει τόσο φανατικά στο πλευρό της διακομματικούς φοιτητικούς στρατούς βίας, μόνο γι αυτό έχει πανίσχυρους υποστηριχτές στα ΜΜΕ, μόνο γι αυτό καταστρέφει την παιδεία και την πρωτεύουσα της χώρας χωρίς η ίδια να καταγγέλλεται σαν δύναμη φασιστικής βίας όχι μόνο από σύσσωμη την αντιπολίτευση που την χειροκροτεί, αλλά ακόμα και από την ίδια την ηγεσία της κυβέρνησης που καμώνεται την αμέτοχη στην πανεπιστημιακή διαμάχη. Το αίτημα λοιπόν για «αυτοτέλεια» των κυρίαρχων πανεπιστημιακών δυνάμεων δεν έχει καμιά σχέση με την ουτοπική «αυτοτέλεια» και με την αντίστοιχη «ελευθερία του πνεύματος» στην οποία θεμελιώνουν ηθικά την πρώτη οι κρατικοί διανοούμενοι. Αυτοτέλεια σήμερα σημαίνει μόνο την απαίτηση που έχει το νέο σοσιαλφασιστικό παρακράτος να είναι ανεξάρτητο από το επίσημο κράτος και τελικά κυρίαρχο πάνω σε αυτό. Το σχέδιο νόμου ήδη δίνει στη σημερινή πανεπιστημιακή εξουσία, δηλαδή σε αυτό το τμήμα του γραφειοκρατικού παρακράτους, ένα μεγάλο τμήμα επίσημης κρατικής εξουσίας με το να το κάνει θεσμικό ελεγκτή πολλών βασικών εκπαιδευτικών και οικονομικών διαδικασιών. Αν του παραδώσει και την ουσιαστική αξιολόγηση της αποδοτικότητας των ξεχωριστών ΑΕΙ, δηλαδή την εξουσία στην άντληση κεφαλαίων τότε θα του παραδώσει όλη την εξουσία στην εκπαίδευση και στην έρευνα. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο λέμε ότι ο νέος νόμος όχι μόνο δεν κάνει μεταρρύθμιση αλλά κάνει αντιμεταρρύθμιση, ιδιαίτερα αν αντιστρέψει και την αξιολόγηση για τα τετραετή συμβόλαια που με το σχέδιο νόμου πρόκειται να γίνει με την ενεργοποίηση του Ν. 3374/2005.
Η χειραγώγηση των 1000 από τους κρυφούς αντιμεταρρυθμιστές, η «ανεξάρτητη αρχή» και ο ρόλος του Καραμανλή
Από πρακτική άποψη η αυτοαξιολόγηση είναι το μάξιμουμ αίτημα της εκπαιδευτικής γραφειοκρατικής αντίδρασης, αίτημα το οποίο ουσιαστικά έγινε δεκτό σε ότι αφορά την ατομική αξιολόγηση των πανεπιστημιακών στο εσωτερικό κάθε ιδρύματος. Το μίνιμουμ αίτημά της, ειδικά σε ότι αφορά τα τετραετή συμβόλαια είναι η «ανεξάρτητη αρχή για την ανώτατη παιδεία». Σε αυτήν στοχεύουν τώρα σχετικά με την συνολική αξιολόγηση κάθε εκπαιδευτικού ιδρύματος και την απόδοση σε αυτό των σχετικών κεφαλαίων. Ήδη αυτή την «ανεξάρτητη αρχή» την περάσανε με τρόπο, σαν τάχα μία εκδοχή, στην πλατφόρμα των 21 σημείων των 1000 οι ψευτομεταρρυθμιστές. Γι αυτούς η «ανεξάρτητη αρχή» είναι μια τελική εγγύηση ότι η αξιολόγηση αλλά και η οικονομική διαχείριση δεν θα φύγουν ποτέ από τα χέρια του μπλοκ ΣΥΝ-ΚΚΕ και του αντίστοιχου φιλικού τους τμήματος μέσα στο ΠΑΣΟΚ. Η εμπειρία από όλες τις ως τώρα «ανεξάρτητες αρχές» (για τα προσωπικά δεδομένα, για τον ανταγωνισμό, για τα ραδιοτηλεοπτικά, για τις τηλεπικοινωνίες) αποδεικνύει ότι αυτές λειτουργούν με την πολιτική γραμμή του παραπάνω πολιτικού μπλοκ και μάλιστα βρίσκονται κάτω από την ηγεμονία του ΣΥΝ-ΚΚΕ. Στην ουσία αυτές, ενώ είναι συνταγματικά προορισμένες να λειτουργούν σαν τμήματα του επίσημου κράτους, λειτουργούν στην πράξη σαν προωθημένα αποσπάσματα του νέου παρακράτους, δηλαδή έξω από κάθε πραγματικό κοινοβουλευτικό ή διοικητικό έλεγχο καθώς ούτε εκλέγονται από τα μαζικά σώματα, ούτε αποτελούν τμήματα της κλασσικής διοίκησης, αλλά διορίζονται μέσα στο σκοτάδι μιας διακομματικής συνεννόησης κορυφής. Από συγκεκριμένη πολιτική άποψη η εξήγηση της ηγεμονίας του ΣΥΝ-ΚΚΕ σε αυτά τα όργανα βρίσκεται στο ότι καμιά τέτοια αρχή δεν θεωρείται ανεξάρτητη αν η σύνθεσή της δεν εξασφαλίζει την «συναίνεση» όλων των κομμάτων. Αλλά το παραπάνω μπλοκ δεν δίνει την συναίνεσή του σε τίποτα στο οποίο δεν κυριαρχεί και αυτή η κυριαρχία είναι εξασφαλισμένη όταν αρχηγός του κυβερνητικού κόμματος είναι ένας άνθρωπος που τονίζει διαρκώς την ανάγκη της συναίνεσης, ιδιαίτερα για την παιδεία, και ο οποίος έχει επιβάλει τα δυο μικρά ψευτοαριστερά κόμματα σαν τα μόνα συμμαχικά του κυβερνητικού κόμματος ενώ είναι τα πιο εχθρικά του.
Το ερώτημα είναι το εξής: Χάρη σε ποιο μηχανισμό πέρασε ολότελα αθόρυβα ως τώρα αυτή η γραμμή του αντιεκπαιδευτικού παρακράτους στο εσωτερικό των πραγματικών μεταρρυθμιστών και πως είναι δυνατό αυτός ο μηχανισμός να απειλεί να ρίξει και το τελευταίο οχυρό του κρατικού ελέγχου που είναι τα τετραετή συμβόλαια με την σχετικά αντικειμενική αξιολόγηση; Ο μηχανισμός αυτός έχει δύο στοιχεία. Το ένα είναι η διείσδυση των αντιμεταρρυθμιστών μέσα στο χώρο της μεταρρύθμισης και το δεύτερο είναι η συστηματική υπονόμευση του μεταρρυθμιστικού σχεδίου και της υπουργού παιδείας από τον ίδιο τον πρωθυπουργό, υπονόμευση που επιτελείται πάντα στο όνομα της ευρύτερης συναίνεσης και του διαλόγου. Αυτά τα δύο στοιχεία αλληλοδιαπλέκονται. Χωρίς τον διαρκή ακρωτηριασμό του προσχέδιου νόμου από τον πρωθυπουργό, χωρίς την άρνησή του επί μήνες να στηρίξει πολιτικά το προσχέδιο του νόμου μέσα στο λαό ενώ αναβάλει επί μήνες την κατάθεσή του, και χωρίς την άρνησή του να καταδικάσει τη συστηματική και πολύπλευρη βία που ασκεί το «μέτωπο παιδείας» ακόμα και στην φοιτητική νεολαία του κόμματός του, οι κρυφοί αντιμεταρρυθμιστές δεν θα είχαν κανένα αποτέλεσμα. Από την άλλη δίχως τους κρυφούς αντιμεταρρυθμιστές και την χειραγώγηση από την πλευρά τους κάθε προοδευτικής φωνής ο Καραμανλής δεν θα είχε κανένα πρόσχημα μπροστά στο κόμμα του για να πετύχει την υπονόμευση χωρίς να εκτεθεί.
Εκτιμάμε ότι από τα δύο αυτά στοιχεία δολιότητας και ραδιουργίας το βαθύτερο και καταλυτικότερο είναι η χειραγώγηση του ρεύματος της μεταρρύθμισης από τα μέσα, δηλαδή από έναν πρωτοφανή μηχανισμό παραλλαγής και πραξικοπηματισμού ο οποίος εδώ και 8 μήνες έχει στηθεί από τους αντιμεταρρυθμιστές.Αυτός ο μηχανισμός για να πετύχει τους στόχους του χρησιμοποιεί το αυθόρμητο ρεύμα της μεταρρύθμισης, έχει διεισδύσει σε αυτό, το έχει διαβρώσει, έχει καταλάβει την ηγεσία του και το έχει μετατρέψει στο αντίθετό του. Αυτό το αλλοτριωμένο και χειραγωγημένο κίνημα εμφανίζεται σαν κίνηση των 1000. Καλούμε τους αναγνώστες να διαβάσουν πολύ προσεκτικά το άρθρο μας με τίτλο «Προσοχή στα σκοτεινά μαγειρέματα με τις υπογραφές» για να δουν πως οι αντιμεταρρυθμιστές του ΣΥΝ και του ΠΑΣΟΚ μαζί με τους αντίστοιχους της ΝΔ διεισδύσανε στο αρχικό μεταρρυθμιστικό ρεύμα των 489 και πως αποσπάσανε τελικά την αντιπροσώπευση και οργάνωση όλου του πλατιού μεταρρυθμιστικού ρεύματος των πανεπιστημιακών μέσα από ένα μετωπικό εργαλείο-παγίδα που λέγεται «Κίνηση για την Μεταρρύθμιση και την Αναβάθμιση του Πανεπιστημίου με πυξίδα την κοινή λογική».
Το βασικό σε αυτόν τον μηχανισμό είναι ότι προβάλει το αίτημα της «αυτοτέλειας» που αθόρυβα το μεταφράζει στην πράξη σε αυτό-αξιολόγηση και σε οικονομική αυτο-διαχείρηση, ενώ ρίχνει και τη γραμμή της «ανεξάρτητης αρχής» όπου οι προηγούμενες μορφές ελέγχου είναι αδύνατες. Οι συνέπειες αυτής της γραμμής δεν έχουν γίνουν ακόμα αντιληπτές από τους πραγματικούς μεταρρυθμιστές πανεπιστημιακούς καθώς οι περισσότεροι από αυτούς εξ αιτίας της αστικής και μικροαστικής ταξικής θέσης τους θεωρούν εντελώς δημοκρατική την θέση της αυτοτέλειας, ιδιαίτερα επειδή την συγχέουν με την απαίτηση για ελευθερία στις επιστημονικές απόψεις, ελευθερία που στις θετικές επιστήμες είναι πρακτικά σχετική και στις κοινωνικές είναι πρακτικά ανύπαρκτη. Επίσης πολλοί έντιμοι φιλο-μεταρρυθμιστές δεν έχουν προλάβει να αντιληφθούν ότι σημειώθηκε στο νόμο του υπουργείου μια καίρια μετατόπιση από την εξωτερική αξιολόγηση στην αυτο-αξιολόγηση. Τέλος, ακριβώς επειδή δεν έχουν καταλάβει αυτήν την μετατόπιση, θεωρούν ότι οι συσχετισμοί μέσα στο πανεπιστημιακό προσωπικό θα είναι πλέον καθαρά υπέρ της μεταρρύθμισης όποια μορφής αξιολόγηση και αν περάσει. Πιστεύουν έτσι ότι ακόμα και μια οικονομική αυτό-διαχείρηση και μια επιστημονική αυτο-αξιολόγηση του κάθε πανεπιστήμιου θα δώσουν πραγματικά σύγχρονη εκπαίδευση και σύγχρονη έρευνα. Εννοείται ότι είναι ακόμα πιο δύσκολο σε ανθρώπους που δεν είναι εξοικειωμένοι με τις πολιτικές ραδιουργίες να καταλάβουν πόσο επικίνδυνη είναι η τάχα ενδιάμεση μεταξύ κράτους και «αυτοτέλειας» γραμμή της «ανεξάρτητης αρχής».Όποιος μιλάει «για ανοιχτά πανεπιστήμια» δεν είναι οπωσδήποτε μεταρρυθμιστής.
Πέρα από αυτή την σύγχυση γύρω από τα ζητήματα της «αυτοτέλειας», «αυτό-αξιολόγησης» και «ανεξάρτητης αρχής» οι ψευτομεταρρυθμιστές του ΣΥΝ και του ΠΑΣΟΚ έχουν βρει έναν άλλο αλάνθαστο τρόπο να εμφανίζονται σαν μεταρρυθμιστές: καμώνονται πως έχουν τον ίδιο αντίπαλο, το «μέτωπο παιδείας» και δείχνουν πως διαχωρίζονται με αυτό με το διαφωνούν με τις καταλήψεις. Το σύνθημά τους «κλειστά πανεπιστήμια σημαίνει νεκρά πανεπιστήμια» πλασάρεται σαν το πραγματικό ενοποιητικό σύνθημα όλων των μεταρρυθμιστών. Στην πραγματικότητα μόνο του αυτό το σύνθημα χωρίς την ουσιαστική υπεράσπιση του νόμου- εννοούμε του προσχέδιου νόμου – και πιο ειδικά της εξωτερικής αξιολόγησης δεν λεει απολύτως τίποτα. Γιατί αν ο νόμος της Γιαννάκου ήταν αντιδραστικός και διέλυε την δημόσια εκπαίδευση και αν τιμωρούσε τους φτωχούς φοιτητές, όπως ισχυρίζονται οι ακροδεξιοί του «μετώπου παιδείας», τότε μέσα στις δίκαιες μορφές πάλης ενάντιά σε αυτό το νόμο θα ήταν και οι καταλήψεις, ακόμα και η νέκρωση των ερευνητικών εργαστηρίων για ένα μεγάλο διάστημα όπου αυτό δεν κλόνιζε στρατηγικά την αξιοπιστία τους. Αλλά τέτοιου είδους δίκαιες καταλήψεις, όσο οδυνηρές και να ήταν θα είχαν την υποστήριξη της μεγάλης πλειοψηφίας των φοιτητών, των πανεπιστημιακών και του λαού. Αυτές όμως εδώ οι καταλήψεις ακριβώς επειδή δεν είναι δίκαιες στηρίζονται στην ωμή ψυχολογική και σωματική βία ενάντια στα πλειοψηφικά ρεύματα, στηρίζονται στις διαδικαστικές απάτες και στους δόλιους χειρισμούς κάθε είδους. Να γιατί οι σημερινοί επικεφαλής των καταλήψεων αλλοιώνουν με τη βία και με κάθε λογής τεχνάσματα τη θέληση σωμάτων όπως είναι οι γενικές συνελεύσεις των φοιτητών και να γιατί καταργούν τα πανεπιστημιακά σώματα διοίκησης μη διστάζοντας να προπηλακίζουν ακόμα και να κρατούν ομήρους τους δασκάλους, μέλη αυτών των σωμάτων, όταν δεν υποκύπτουν στις αξιώσεις τους. Κι όμως όλο αυτό το φασιστικό όργιο δεν έχει καταγγελθεί ούτε μια φορά από τους διαχειριστές των υπογραφών της μεταρρύθμισης, δηλαδή από την ηγεσία της «Μεταρρύθμισης για την Αναβάθμιση». Ποτέ, ούτε μια φορά δεν υπήρξε η παραμικρή καταγγελία αυτής της βίας από τη μεριά των υποτιθέμενων εκπροσώπων των 1000 Παπαγιαννάκη, Κάτσικα, Σταυρακάκη κλπ.
Και πώς να υπάρξει καταγγελία του «μετώπου παιδείας» από την πλευρά των ψευτομεταρρυθμιστών; Πως θα μπορούσαν αυτοί να πείσουν την κυβέρνηση να κάνει «κάποιες αλλαγές» στο προσχέδιο και στο νομοσχέδιο, αν δεν υπήρχαν αυτοί οι πανεπιστημιακοί που θα κραύγαζαν να το αποσύρει εντελώς σέρνοντας πίσω τους χιλιάδες οργισμένους φοιτητές, θύματα της γκεμπελίστικης προπαγάνδας τους, που άλλοι είναι μικροαστοί αντιδραστικοί «αντικαπιταλιστές» και άλλοι είναι δημοκράτες (ή καλύτερα προοδευτικοί ή αριστεροί); Οι τελευταίοι με φρίκη κάποια στιγμή θα καταλάβουν ότι ο αγώνας τους ενάντια στη μεταρρύθμιση ήταν μόνο ένα εργαλείο για να δυναμώσει η εξουσία της παρασιτικής γραφειοκρατίας στα πανεπιστήμια και μάλιστα τώρα ειδικά για να εγκατασταθεί σε αυτά μια διακομματική τάχα «ανεξάρτητη αρχή» ή όποια άλλη μέθοδος σκληρότερης εξουσίας αυτής της γραφειοκρατίας επιλεγεί. Πως θα μόστραραν οι καθώς πρέπει «οπαδοί του διαλόγου», σαν σωτήρες της μεταρρύθμισης αν δεν υπήρχαν οι σκληροί αντιδραστικοί που θα καίγανε την πόλη και θα ζητούσαν το κεφάλι της υπουργού μέσα σε έναν κάδο που θα περιείχε και το πτώμα του νόμου; Κοντολογής κανείς δεν μπορεί να παίξει τον κυρίαρχο ρόλο του δήθεν κέντρου αν δεν υπάρχουν οι δύο ακραίοι πόλοι, έναν εκ των οποίων αυτό το υποτιθέμενο κέντρο στην πραγματικότητα εκπροσωπεί. Η κινητήρια δύναμη, το οξυγόνο, το καύσιμο των ψευτομεταρρυθμιστών της κίνησης των 1000 είναι η ΠΟΣΔΕΠ, το ΚΚΕ, ο ΣΥΝ και τα φοιτητικά τάγματα εφόδου με δύναμη κρούσης τους σιίτες μικροαστούς των ΕΑΑΚ.
Χωρίς αυτούς κανείς υπουργός και καμιά νέα δημοκρατία δεν θα άκουγε σαν βάλσαμο τους Παπαγιαννάκη και Σία. Γι αυτό ως την τελευταία στιγμή της ψήφισης του νομοσχέδιου θα πρέπει το μαύρο μέτωπο να ασκεί τη βία του και να την κλιμακώνει ώστε οι «μαλακοί» να περάσουν σε αυτό εκείνες τις αλλαγές που θέλουν όλοι οι αντιμεταρρυθμιστές. Αυτός είναι ο λόγος που ο Παπανδρέου, ο ουσιαστικός αρχηγός των μεταμφιεσμένων αντιμεταρρυθμιστών του ΠΑΣΟΚ, ο αληθινός αρχηγός, μέσο Δαμανάκη, της «Κίνησης για την Μεταρρύθμιση και την Αναβάθμιση» διάλεξε την αποχή-καταψήφιση της αλλαγής του άρθρου 16. Ήθελε με αυτόν τον τρόπο να δώσει μια μεγάλη πολιτική ώθηση στο κίνημα των «σκληρών». Πραγματικά όλη η αντικαπιταλιστική μικροαστική μάζα που ακολουθούσε το κίνημα του ΚΚΕ-ΣΥΝ, νομίζοντας ότι είναι δικό της, πίστεψε ότι το ΠΑΣΟΚ υπέκυψε στο κίνημα αυτό και ότι γι αυτό άλλαξε τη θέση του για το άρθρο 16. Πίστεψε λοιπόν ότι επί τέλους καθόριζε τις πολιτικές εξελίξεις και ένοιωθε μετά από πολλά χρόνια ότι δεν ήταν παραπεταμένη. Αυτό είναι το αίσθημα που κάνει κάθε περιθωριοποιημένο άνθρωπο να πετάει. Αυτό είναι το μυστικό της συσπείρωσης των ανοργάνωτων και δίχως ηθικό μαζών που τόσο καλά το ξέρουν οι φασίστες και που γι αυτό πάντα μιλάνε στο στρατό τους πάρα πολύ για τη νίκη και για τη δύναμη και πολύ λίγο για το δίκιο. Να για ποιο λόγο δεν ήταν το εντελώς απομαζικοποιημένο «κίνημα» παιδείας που υποχρέωσε το ΠΑΣΟΚ να αλλάξει τακτική αλλά ακριβώς αντίθετα ήταν η αλλαγή τακτικής του ΠΑΣΟΚ που μαζικοποίησε ένα εντελώς άμαζο κίνημα. Μιλάμε βέβαια για την πολύ μέτρια μαζικοποίηση που αντιστοιχεί σε ένα αντιδραστικό κίνημα που οι μέθοδές του είναι όλο και πιο μισητές στο λαό. Ιδίως είναι μισητή η αγωνιώδης του προσπάθεια να προβοκάρει την αστυνομία χρησιμοποιώντας τους κουκουλοφόρους που τη μια τους καταδικάζει σαν προβοκάτορες και τους παραδίνει στην αστυνομία και την άλλη τους υπερασπίζεται σαν λαό που υποφέρει από την κρατική καταστολή. (Εννοείται ότι οι κουκουλοφόροι δείχνουν τον λούμπεν ή μικροαστικό χαρακτήρα τους καθώς δουλικά δέχονται να συνοδοιπορούν και να χρησιμοποιούνται πολιτικά σαν θύματα ή σαν θύτες από αυτά τα αχάριστα αφεντικά τα οποία και αυτοί με ανάλογη συνέπεια τη μια τα βρίζουν σαν φρικτούς προδότες και την άλλη τα θεωρούν «συνιστώσα του κινήματος»).Να λοιπόν γιατί το μαύρο μέτωπο θα συνεχίζει με δεκαπλάσια ορμή το μαζικό του «κίνημα» για όσο διάστημα οι καθώς πρέπει αντιμεταρρυθμιστές θα κάνουν διάλογο με την κυβέρνηση και θα αναζητάνε μαζί της μια υποτίθεται ενδιάμεση λύση.
Πριν η εξουθενωμένη υπουργός υποκύψει σε αυτή τη «λύση» δεν θα πρέπει να σπάνε οι καταλήψεις όση βία και να χρειαστεί να ασκηθεί, όσο ξύλο και αν χρειαστεί να πέσει στους διαφωνούντες φοιτητές.
Μόνο λοιπόν κάτω από την σκιά ενός κινήματος βίας και προβοκάτσιας μπορεί να ζει η ψευτομεταρρύθμιση. Το αληθινό πρόβλημα είναι ότι ειδικά στους πανεπιστημιακούς δεν υπάρχει ένα κάπως μαζικά οργανωμένο κίνημα υπέρ της μεταρρύθμισης, υπάρχει μόνο μια διπλή τακτική της αντιμεταρρύθμισης: η σκληρή και η μαλακή. Και η αλήθεια αυτής της τακτικής, η ταύτιση των δύο μορφών της παλιάς αυτής ασφαλίτικης μεθόδου εκφράζεται από την συνύπαρξη των πιο σκληρών υπερασπιστών των δύο φαινομενικά αντίθετων γραμμών στο ίδιο κόμμα, τον ΣΥΝ. Στον ΣΥΝ βρίσκεται η ηγεσία της σκληρής αντιμεταρρυθμιστικής γραμμής, στον ΣΥΝ βρίσκεται η ηγεσία και της μαλακής «φιλομεταρρυθμιστικής» γραμμής. Ο ΣΥΝ είναι δηλαδή ο επίσημος αρχηγός της ΠΟΣΔΕΠ και των ψευταναρχικών και ψευτοαριστερίστικων ταγμάτων εφόδου και ταυτόχρονα, σε συνεργασία με το παπανδρεϊκό ψευτομεταρρυθμιστικό ΠΑΣΟΚ, είναι ο ανεπίσημος αρχηγός της «μεταρρύθμισης». Εδώ λύνεται το πολιτικό μυστήριο όλης αυτής της φάσης.Οργάνωση του δημοκρατικού και αναπτυξιακού πόλου στα πανεπιστήμια.
Σε μια τέτοια φάση εκείνο που χρειάζεται είναι μια καθαρή δημοκρατική γραμμή τόσο στο επίπεδο της πολιτικής κατεύθυνσης, όσο κυρίως στο επίπεδο της οργάνωσης. Αν οι πιο αποφασισμένοι, οι πιο καταδιωγμένοι από τα τάγματα εφόδου και ταυτόχρονα οι πιο δημοκράτες εκπαιδευτικοί δεν οργανωθούν στοιχειωδώς και δεν υπερασπίσουν τη μεταρρύθμιση όλο το έδαφος θα βρίσκεται στο στρατόπεδο της αντιμεταρρύθμισης και το τέλος αυτής της πολύμηνης μάχης θα είναι μια άνευ προηγουμένου οπισθοδρόμηση.
Ταυτόχρονα οι εκπαιδευτικοί πρέπει να ενωθούν με τους φοιτητές που έχουν αντιληφθεί την καταστροφή και έχουν αντιδράσει στη βία. Δίχως ένα μεταρρυθμιστικό κίνημα που ο κορμός του θα είναι οι φοιτητές δεν θα υπάρξει δημοκρατική διέξοδος στο μέτωπο της παιδείας ούτε σήμερα ούτε στο μέλλον. Δυστυχώς οι δημοκράτες φοιτητές έχουν σαν μοναδικό εκπρόσωπό τους μια ΔΑΠ, που τα περισσότερα στελέχη της είναι αστικά στοιχεία που θέλουν να κάνουν κομματική καριέρα και έτσι ευχαρίστως δέχονται να μαχαιρώνεται η παράταξή τους από τον αρχηγό της και πρωθυπουργό. Αυτός τους έχει προφανώς απαγορεύσει να κάνουν οποιοδήποτε ανοιχτό πολιτικό κίνημα υπέρ της μεταρρύθμισης και κατά των τραμπουκισμών που ο ίδιος με την μελετημένη σιωπή του καλύπτει. Χώρια που πρόσφατα κάλυψε και την ακροδεξιού τύπου προβοκάτσια που έγινε μέσα από τους κόλπους της ΔΑΠ νομικής, όπως η πρόσφατη τραμπούκικη εισβολή στελεχών της ΔΑΠ στο κτίριο η οποία στη συνέχεια νομιμοποίησε τη φασιστική βία των ταγμάτων εφόδου των ΕΑΑΚ στην κρίσιμη συνέλευση της 28 του Φλεβάρη. Χαρακτηριστικό για το πόσο ακάλυπτη και ακυρίαρχη είναι πολιτικά η ΔΑΠ είναι το ότι ακόμα και τα τηλεοπτικά ΜΜΕ, δηλαδή το ευρύτερο καθεστώς, της δίνουν το λόγο στα παράθυρα πολύ λιγότερο ή και καθόλου σε σχέση με τους τάχα αντικαθεστωτικούς κνίτες και εαακίτες.Αυτή η κατάσταση με την απόλυτη ηγεμονία της αστοφιλελεύθερης ΔΑΠ στον αντισοσιαλφασιστικό πόλο μέσα στα πανεπιστήμια πρέπει να τελειώσει. Πρέπει οπωσδήποτε και γρήγορα να συγκροτηθεί ένας πραγματικά δημοκρατικός πόλος φοιτητών και εκπαιδευτικών. Ασφαλώς αυτός στην αρχή δεν θα είναι καθόλου ισχυρός οργανωτικά. Όμως μπορεί να είναι από τώρα αρκετά ισχυρός στο επίπεδο της πολιτικής και συνδικαλιστικής κατεύθυνσης. Ήδη η Κίνησή μας Παιδεία για την Δημοκρατία και την Ανάπτυξη αρχίζει να εκφράζει σε επίπεδο ιδεών την πιο αποφασιστική και πιο αριστερή αυθόρμητη πτέρυγα της πάλης για μια προοδευτική μεταρρύθμιση και έχει σε πολύ μεγάλο βαθμό επηρεάσει τις συνειδήσεις στον πανεπιστημιακό χώρο, και στους φοιτητές και στους εκπαιδευτικούς. Είναι πολύ χαρακτηριστικό ότι μέσα στους 12 μήνες ζωής της η ιστοσελίδα της http://www.kpad.gr έχει δεχτεί 200.000 επισκέψεις και οι αναφορές σε αυτήν σε πολλά φόρουμ και ιστοσελίδες είναι παρά πολλές και διαρκώς πυκνώνουν. Με αυτήν εδώ την ευκαιρία καλούμε κάθε άνθρωπο που στην κύρια πλευρά συμφωνεί με τις γενικές θέσεις της Κίνησης να έρθει σε επαφή μαζί μας, να μας γνωρίσει και να ενώσει τις προσπάθειές του με τις δικές μας για να συγκροτηθεί ένα δημοκρατικό μέτωπο που θα αλλάξει τις συνειδήσεις και τελικά την κατάσταση και στα πανεπιστήμια και σε όλες τις υπόλοιπες βαθμίδες της εκπαίδευσης. Αυτό θα ήταν ένα καθαρό κέρδος από όλη αυτή την υπόθεση οποιαδήποτε και αν είναι η έκβαση της μάχης που είναι σε εξέλιξη. Καμιά μεταρρύθμιση δεν είναι δυνατή χωρίς την οργάνωση των προοδευτικών ανθρώπων που θα την στηρίξουν απέναντι στους εχθρούς της.
Αθήνα 5/3/2007